- ειρηνιστικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στον ειρηνισμό ή τους ειρηνιστές (βλ. λ.λ.), που συντελεί στον ειρηνισμό: Η ειρηνιστική κίνηση δεν είναι οργανωμένη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.